top of page

ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΕΚΦΑΝΣΕΙΣ ΤΟΥ


Το αθλητικό δίκαιο αποτελεί εξελισσόμενο τομέα του δικαίου. Πρόκειται για το σύνολο εκείνων των κανόνων που τείνουν να ρυθμίσουν τις έννομες σχέσεις κατά την άσκηση μιας αθλητικής δραστηριότητας. Ρυθμίζεται τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Το Αθλητικό Δίκαιο διακρίνεται σε Αθλητικό Δίκαιο με την «στενή έννοια» και Αθλητικό Δίκαιο με την «ευρεία έννοια».

Στην πρώτη διάκριση, ήτοι στενή έννοια, παρατηρούμε το αθλητικό δίκαιο αναφορικά με το κανονιστικό αγωνιστικό και αθλητικό πλαίσιο το οποίο ταιριάζει για κάθε είδος και μορφής αθλήματος καθώς και δραστηριότητας. Οι πηγές δικαίου που εφαρμόζονται στην πρώτη περίπτωση είναι, ο Ολυμπιακός Καταστατικός Χάρτης της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής και, τα Καταστατικά καθώς και οι Κανονισμοί των Διεθνών Ομοσπονδιών των αθλημάτων. Στην δεύτερη διάκριση, ήτοι ευρεία έννοια, παρατηρούμε το αθλητικό δίκαιο που περιλαμβάνει κανόνες που σχετίζονται με την εν γενεί αθλητική δραστηριότητα στα πλαίσια διαφόρων κλάδων δικαίου. Οι πηγές δικαίου που εφαρμόζονται σ’ αυτήν την περίπτωση είναι, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι Διεθνείς Συμβάσεις που η Κυπριακή Δημοκρατία έχει υπογράψει και που οι οποίες αφορούν τον Αθλητισμό, η συνθήκη της Ε.Ε., καθώς και οι θεσπισμένοι «αθλητικοί» νόμοι όπως π.χ. Ο περί Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού Νόμος του 1969 (41/1969).

Άξιο αναφοράς δε, αναφορικά με τις πηγές δικαίου που αντλούνται σε σχέση με το Αθλητικό Δίκαιο, αποτελεί η «Διακήρυξη της Λευκωσίας για την καταπολέμηση του στημένου παιχνιδιού», της Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που τότε ασκούσε η Κυπριακή Δημοκρατία, του αρμόδιου για τον αθλητισμό Ευρωπαίου Επιτρόπου και των συμμετεχόντων στο αθλητικό forum της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2012, στην οποία αναγνωρίστηκε το μέγεθος της προσβολής των αξιών του αθλητισμού που προκαλεί το φαινόμενο των χειραγωγημένων αθλητικών αγώνων, όπως είναι το «ευ αγωνίζεσθαι», η ακεραιότητα του παιχνιδιού και ο σεβασμός για τους άλλους. «Στη «Διακήρυξη της Λευκωσίας», επισημάνθηκε η ανάγκη πολύ-επίπεδης δράσης για την αντιμετώπιση του φαινομένου και δη σε επίπεδο πρόληψης μέσω της αθλητικής παιδείας και με την καλλιέργεια ελεγκτικών μηχανισμών εντοπισμού, σε επίπεδο συνεργασίας των εμπλεκομένων στον αθλητισμό θεσμών, μεταξύ κρατών, δημοσίων υπηρεσιών και διωκτικών αρχών ως και αθλητικών παραγόντων και στοιχηματικών πρακτόρων, θέσπισης πειθαρχικών και ποινικών κυρώσεων για τους εμπλεκομένους σε τέτοιες υποθέσεις αλλά και θέσπισης ειδικότερων ρυθμίσεων για δίωξη και αντιμετώπιση τέτοιων εγκλημάτων με διασυνοριακό χαρακτήρα και τέλος επίταση της συνεργασίας και του συντονισμού όλων των σχετικών προσπαθειών από τα εμπλεκόμενα μέρη όχι μόνο σε ευρωπαϊκό, αλλά σε διεθνές πια επίπεδο.»

Μία άλλη κατηγορία κανόνων είναι οι κανόνες μη κυβερνητικών οργανισμών όπως η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (Δ.Ο.Ε.) που είναι αρμόδια για ζητήματα Ολυμπιακών Αγώνων. Το μεγαλύτερο μέρος των κανόνων που παράγονται από τα προαναφερόμενα νομικά πρόσωπα είναι ενδο-συστημικοί κανόνες του αθλητισμού, τόσο εγχώριοι όσο και διεθνείς και πρόκειται ακριβώς για τους κανόνες «Lex Sportiva» (κανόνες παιγνιδιού).

Στην περίπτωση δε, που οι κανόνες του εν στενή έννοια αθλητικού δικαίου πλήττονται και/ή παραβιάζονται, ενεργοποιούνται πειθαρχικές διαδικασίες από το κατά τόπο και καθ’ ‘ύλη, να επιληφθεί όργανο και επιφέρουν τις αντίστοιχες προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές. Εντούτοις, οι κανόνες αυτοί δεν είναι αρκετοί ώστε να ρυθμίσουν καταστάσεις και να αντιμετωπίσουν φαινόμενα, που ναι μεν σχετίζονται με τον αθλητισμό αλλά δεν αφορούν το κατά ειδίκευση διεξαγόμενο αθλητικό γεγονός που λαμβάνει χώρα. Έτσι, προκύπτει η ανάγκη να ρυθμιστούν τέτοιες καταστάσεις με την εμπλοκή και άλλων τομέων του «κλασικού δικαίου», όπως είναι το αστικό, το ποινικό, το διοικητικό καθώς και το εργατικό. Στις περιπτώσεις αυτές όπου άλλοι κλάδοι «κλασικού» δικαίου αλληλοεπιδρούν με το εν στενή έννοια αθλητικό δίκαιο, έχουμε να κάνουμε με το εν ευρεία έννοια αθλητικό δίκαιο. Τέτοια περίπτωση «κράματος» δικαίου αποτελεί το «αθλητικό ποινικό δίκαιο».

Στην περίπτωση αυτή εξεταστέο είναι ποιο έννομο αγαθό θίγεται, και για ποιο λόγο είναι σκόπιμο αλλά και νόμιμο να αντιμετωπιστεί αυτή με ποινική κύρωση, που αποτελεί το ultimum refugium δηλαδή, το έσχατο καταφύγιο του νομοθέτη για την επίτευξη ενός κοινωνικά αναγκαίου στόχου.

Τα αθλητικά εγκλήματα, δηλαδή τα εγκλήματα που τελούνται κατά τη διάρκεια ή ενόψει μιας αθλητικής αναμέτρησης, διακρίνονται σε γνήσια και μη γνήσια.

Γνήσια αθλητικά εγκλήματα χαρακτηρίζονται εκείνα που δύνανται να τελεστούν αποκλειστικά κατά τη διάρκεια ενός αθλητικού αγώνα, ήτοι η φαρμακοδιέγερση, τα εγκλήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις κ.ο.κ. Συνεπώς, δεν παραβιάζεται ένας κανόνας της lex sportiva που τιμωρείται κατά την διάρκεια της αθλητικής δραστηριότητας από τον εποπτεύον του αγώνα, αρμόδιο για την τήρηση των κανόνων, όπως ένα «φάουλ» ή το «θέατρο» στο ποδόσφαιρο, αλλά τέτοιες πράξεις και/ή ενέργειες που θέτουν εκποδών το άθλημα καθ΄ αυτό και θίγοντας το αθλητικό ιδεώδες εν γένει, «ευ αγωνίζεσθε» αλλοιώνοντας το σκοπό του αθλητισμού και τα όσα αντιπροσωπεύει ως και τον τρόπο διεξαγωγής του κάθε αθλήματος, ο οποίος εξ ορισμού πρέπει να είναι ανεπηρέαστος.

Μη γνήσια αθλητικά εγκλήματα αποτελούν εγκλήματα του Ποινικού Κώδικα αλλά και άλλων ειδικών ποινικών νόμων, που μπορούν μεν να τελεστούν και στο πλαίσιο αθλητικών δραστηριοτήτων, αλλά κυρίως, μπορούν να τελεστούν και εντελώς ανεξάρτητα από κάθε αθλητική δραστηριότητα. Τέτοια εγκλήματα είναι τα « ποινικά αδικήματα που βλάπτουν το κοινό γενικά»(Άρθρο 138, 186- 186Α Π.Κ.) «κατά της σωματικής ακεραιότητας»( Άρθρα 242, 243 Π.Κ.), κακόβουλης βλάβης (Άρθρο 215 Π.Κ.), τα «κατά της δημόσιας τάξης» (π.χ. Άρθρο 99, ), η ανθρωποκτονία (Άρθρο 205 Π.Κ.) κ.ο.κ

Περαιτέρω, ο νομοθέτης αντιλαμβανόμενος την έξαρση παραβατικών συμπεριφορών εντός αγωνιστικών χώρων, καθώς και την ανάγκη της πολιτείας για αποτροπή τέτοιων συμπεριφορών, με ειδικά νομοθετήματα προέβλεψε αυστηρότερες ποινές για αδικήματα που συντελούνται εντός του αθλητικού χώρου. Επίσης, οι ειδικές αυτές νομοθεσίες ήτοι, Ο περί της Πρόληψης και της Καταστολής της Βίας στους Αθλητικούς Χώρους Νόμος του 2008 (48(I)/2008), ποινικοποιούν και άλλες συμπεριφορές, όπως για παράδειγμα, στο άρθρο 55 του ανωτέρω νόμου, «….Οποιοδήποτε πρόσωπο [..]διατελεί σε κατάσταση μέθης ή βρίσκεται υπό την επήρεια ουσιών εξάρτησης και συμπεριφέρεται οχλαγωγικώς ή ατάκτως ή μεταφέρει αλκοολούχα ποτά στην αμέσως γειτνιάζουσα περιοχή ή ενόσω βρίσκεται καθ΄οδόν προς ή από τον αθλητικό χώρο, είναι ένοχο πλημμελήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.»

Τα ως άνω εγκλήματα διατηρούν την ειδική τους υπόσταση ακόμη και όταν τελούνται κατά τη διάρκεια αθλητικών δραστηριοτήτων, χωρίς να απαιτείται κάποιο πρόσθετο στοιχείο -αθλητικής φύσεως, για την πλήρωση αυτής. Η συνδρομή στοιχείου σχετικού με τον αθλητισμό σε τέτοιες περιπτώσεις λαμβάνεται υπόψη κατά την διαμόρφωση της ελεύθερης κρίσης του δικαστή, όσον αφορά στην επίταση του αδίκου της πράξης και στη συνακόλουθη αύξηση της επιβαλλόμενης ποινής.

*Το παρών άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Sportive Magazine στις 11/08/2018

Για το παρών άρθρο χρησιμοποιήθηκε υλικό από την Διπλ. Εργασία του κ. Σ.Κωνσταντίνου, με τίτλο «Ζητήματα Αθλητικών Εγκλημάτων», έτος 2016.

Featured Posts
Recent Posts
Archive
bottom of page