Νομική - Θεσμική ανάλυση αναφορικά με το ζήτημα των προσφύγων
Είναι κοινώς αποδεκτό πως το ζήτημα των προσφύγων, ειδικότερα σήμερα, κυρίως από την ευρύτερη περιοχή της Συρίας, ταλανίζει τις χώρες τις Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού αυτές καλούνται να υποδεχτούν μεγάλα κύματα αιτητών ασύλου ένεκα της εμπόλεμης κατάστασης που επικρατεί στις χώρες από όπου προέρχονται.
Η Σύμβαση της Γενεύης για το Καθεστώς των Προσφύγων του 1951, η οποία συνοδεύεται και διαβάζεται μαζί με το Πρωτόκολλο για το Καθεστώς των Προσφύγων του 1967, αποτελούν τα βασικά νομικά κείμενα προκειμένου gia την διασφάλιση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τόσο των προσφύγων όσο και των Κρατών τα οποία τα έχουν επικυρώσει.
Δέον να αναφερθεί πως τόσο η Κύπρος, όσο και η Ελλάδα, έχουν συνυπογράψει και νομοθετήσει σχετικά τις διατάξεις που απορρέουν από τα ανωτέρω στον εθνικό τους νομοθετικό κώδικα από πολύ νωρίς. Μάλιστα, η Ελλάδα και η Κύπρος, σε σχέση με το άρθρο 26 της Σύμβασης, ήτοι της Ελεύθερης Διακίνησης, κατέγραψαν επιφυλάξεις και συνεπώς αντλούν το δικαίωμα της εξαιρετικής διαδικασίας, όταν απειλείται η εθνική ασφάλεια και η δημόσια τάξη.
Από την γραμματική ερμηνεία της Σύμβασης συνάγεται ότι κανείς άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζεται ως πρόσφυγας, αλλά προκειμένου να προσδιοριστεί ως τέτοιος θα πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζει η υπό αναφορά Σύμβαση και ειδικότερα οι διατάξεις του Άρθρου 1 αυτής. Καθίσταται λοιπόν σαφές πως το εν λόγω άρθρο της Συμβάσεως, σε συνάρτηση με το προοίμιο, έχει ως σκοπό να διασφαλίσει και εξασφαλίσει θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου όπως το δικαίωμα στη ζωή, θρησκεία, φυλή κ.ο.κ.
Συνεπώς, οι πρόσφυγες δικαιούνται διεθνούς προστασίας διότι απειλούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα τους.
Το παρών άρθρο έχει στόχο να αποδώσει και αναλύσει σύγχρονα θέματα και ζητήματα που ανακύπτουν μέσα από τις βασικές διατάξεις της Συμβάσης, σε συνάρτηση με τα νέα παγκόσμια δεδομένα που ισχύουν λαμβάνοντας υπόψιν ακαδημαϊκές μελέτες και σχετική νομολογία επί τούτου.
Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο αναφορικά με την διεθνή προστασία των προσφύγων έχει αναγνωριστεί από Επιτροπή για την Νομική Φύση του εδαφικού ασύλου, των Προσφύγων και Ανιθαγενών του Συμβουλίου της Ευρώπης, της Επιτροπής Υπουργών, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιώματα του Ανθρώπου, καθώς και μέσα από άλλες δραστηριότητες του Συμβουλίου. Κατά την Διάσκεψη του Τάμπερε το 1999, οι αρχηγοί κρατών και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών χωρών προσυπόγραψαν όλα τα ανωτέρω, επιβεβαιώνοντας ακόμη μια φορά την ανάγκη για προστασία κάθε ανθρώπου, από όπου και αν προέρχεται, ο οποίος διώκεται, να ζητά και να δικαιούται παροχής ασύλου.
Το γενεσιουργό στοιχείο συνεπώς που ανακύπτει μέσα από τις πρόνοιές του Άρθρου 1 είναι αυτό του χαρακτηρισμού ενός ατόμου ως πρόσφυγα με πυρήνα την δίωξή του από την χώρα ιθαγένειας του. Επίσης, βασικό στοιχείο είναι η εξατομίκευση της κάθε υπόθεσης που έχουν ενώπιον τους οι αρχές ενώ ταυτόχρονα καλούνται να διερευνήσουν κάθε δεδομένο αναφορικά με την κάθε αίτηση. Σημαντικές αποφάσεις προς την κατεύθυνση αυτή οι υποθέσεις Goodwin-Gill και Horvath.
Το βάρος απόδειξης του χαρακτηρισμού του ως πρόσφυγας το έχει ο αιτών ασύλου και απαιτείται σύμφωνα με σωρεία αγγλοσαξονικών αποφάσεων, να αποδειχτεί στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ήτοι του αστικού κώδικα. Αρκεί δηλαδή να αποδειχθεί ο ευλόγως πιθανός χαρακτήρας της δίωξης του προσώπου.
Όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω, η Σύμβαση, πέραν των υποχρεώσεων των χωρών απέναντι σε κάθε πρόσωπο-αιτητή ασύλου, παρέχει και δικαιώματα στην κάθε χωρά κατά την εξέταση τέτοιου αιτήματος. Ειδικότερα είναι τα άρθρα 30 έως 33 της Σύμβασης που ρητά αναφέρουν περιορισμούς που δύναται μια χώρα υποδοχής να επιβάλει καθώς και τις υποχρεώσεις των προσφύγων, σε συνάρτηση με το άρθρο 1, προκειμένου για την παροχή ασυλίας. Αναλύοντας, λοιπόν, τα άρθρα αυτά, ανακύπτει στοιχείο περιορισμού, ανάκλησης καθώς και απόρριψης μιας αίτησης με πυρήνα την δημόσια τάξη και εθνική ασφάλεια.
Στο σημείο αυτό, ως κρίσιμη σημείωση, είναι σκόπιμο να αναφερθεί πως από την Σύμβαση προκύπτει ακόμη ένα βασικό στοιχείο, αυτό της πρώτης ασφαλούς χώρας, ως χώρα υποδοχής. Σήμερα η Τουρκία αποτελεί μια ασφαλή όμορη χώρα, με βάση ψηφίσματα του ΟΗΕ, σε σχέση με τους Σύριους πρόσφυγες και ως συν-υπογράφουσα της Συνθήκης έχει υποχρέωση ως κάθε άλλη χώρα για την τήρηση των ορών αυτής.
Συνοψίζοντας όλα τα ανωτέρω είναι επιτακτική ανάγκη τα κράτη δικαίου σεβόμενα τις αξίες και τις αρχές των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να παρέχουν ασφαλή προστασία κάθε πρόσφυγα ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 1 της Συμβάσεως για τον χαρακτηρισμό του ως τέτοιου.
Παράλληλα όμως, αποτελεί υποχρέωση της κάθε χώρας να υπερασπιστεί το δημόσιο συμφέρον και να διασφαλίσει την τάξη και ασφάλεια στους ιθαγενείς πολίτες της. Στην ευρεία έννοια του τι εστί δημόσιο συμφέρον εμπίπτει αναντίλεκτα, μέσα από πολλές νομολογίες, η οικονομική σταθερότητα, η μη αλλοίωση της δημογραφικότητας μιας χώρας κ.ο.κ., παράγοντες που δύναται να ενεργοποιούν τις ρήτρες εκείνες της άρνησης, στέρησης, και απόρριψης προσφύγων στο έδαφός της.
Καταληκτικά, υιοθετώντας συμπεράσματα, κυρίως από μελέτες ακαδημαϊκών καθώς και ευρήματα Ευρωπαίων αξιωματούχων αναφορικά με τα μέτρα που λαμβάνονται από κάθε χώρα υποδοχής, προκειμένου την τήρηση και μη παρέκκλιση από τους θεσμούς της Ε.Ε. συνάγεται το συμπέρασμα πως θα πρέπει να βελτιωθούν οι διαδικασίες εξέτασης μιας αίτησης ασύλου – αποφεύγονται έτσι διαδικασίες εκμετάλλευσης της πολιτείας από πρόσωπα που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως πρόσφυγες, ενίσχυση και εκσυγχρονισμού του θεσμού Frontex, κωδικοποίηση των δυνητικών μέτρων κάθε χώρας ανάλογα με τις κοινωνικό-οικονομικές της δυνατότητες, επιβολή άμεσων κυρώσεων των χωρών που λαμβάνουν Ευρωπαϊκά κονδύλια σε σχέση με το μεταναστευτικό και δεν ανταποκρίνονται ως θα έπρεπε.