Σύντομη επισκόπηση της πρόσφατης απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου για τις αποκοπές των μισθών και σ
Προτού προχωρήσουμε στη θεώρηση και την παράθεση των δικών μας απόψεων, επί συγκεκριμένων ζητημάτων, σχετικά με την πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, αφορώσιν τις αποκοπές μηνιαίων απολαβών και συντάξεων δημόσιων αξιωματούχων, εργοδοτουμένων και συνταξιούχων του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, τον καθορισμό περιοδικών εισφορών υπαλλήλων σε 2% των εκάστοτε ετησίων συντάξιμων απολαβών τους για σκοπούς του κυβερνητικού Σχεδίου Συντάξεων καθώς και τη μη παραχώρηση προσαυξήσεων και τιμαριθμικών αυξήσεων στους μισθούς και στις συντάξεις, δέον να αναφερθούμε, εν ολίγοις στην υπόθεση Χαραλάμπους κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 175, η οποία αποτέλεσε και το βασικό πυλώνα στήριξης του συλλογισμού και κατ’ επέκταση της απόφασης της πλειοψηφίας των Δικαστών.
Συγκεκριμένα, στην εν λόγω υπόθεση, η τότε ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου κλήθηκε να ελέγξει, σε μια πρωτοφανή για τα Κυπριακά δεδομένα επικρατούσα κατάσταση, την συνταγματικότητα του περί Έκτακτης Εισφοράς Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμος του 2011, (Ν. 112(Ι)/2011). Στην προκειμένη το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο το εν λόγω νομοθέτημα αντίκειτο στα άρθρα 28 και 24 του Συντάγματος, ήτοι αρχή της ισότητας και φορολογικής ισότητας καθώς και το άρθρο 23 του Συντάγματος σε σχέση με το δικαίωμα περιουσίας και της μη αιτιολόγησης του δημοσίου συμφέροντος. Επί του παρόντος δεν θα επεκταθούμε ως προς την ανάλυση που αφορά τα άρθρα 28 και 24 του Συντάγματος καθότι στην πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν εγέρθησαν και ούτε εξετάστηκαν τέτοια ζητήματα. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η αναγνώριση του Δικαστηρίου ότι η Κυπριακή Δημοκρατία βρισκόταν σε δυσχερή οικονομική κατάσταση και συνεπώς η λήψη μέτρων για τη διάσωση της ήταν αναγκαία και απαραίτητη για τη διασφάλιση και εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Ως προς το άρθρο 23, δεν θα επεκταθούμε προς το παρόν αφού εκτενής αναφορά θα γίνει κατωτέρω.
Συνοπτικά να αναφέρουμε μόνο πως αποφασίστηκε ότι ο μισθός ναι μεν αποτελεί ιδιοκτησιακό δικαίωμα που προστατεύεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος, αλλά το εν λόγω δικαίωμα δεν εκτείνεται και ως προς το ύψος του, και ως εκ τούτου σχετικά μικρή μείωση του μισθού, δεν επηρεάζει καθόλου τον «πυρήνα» του δικαιώματος σε μισθό, το οποίο παραμένει άθικτο και καθόλου δεν αδρανοποιείται ώστε να συνιστά στέρηση ή περιορισμό εκτός των επιτρεπτών πλαισίων του Άρθρου 23 του Συντάγματος. Άλλωστε, σύμφωνα με την απόφαση, αυτό είναι λογικό εφόσον σε αντίθετη περίπτωση θα εξουδετερώνονταν οι πρόνοιες του Άρθρου 24 του Συντάγματος που προβλέπουν για την υποχρέωση συνεισφοράς στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός. Τούτων λεχθέντων, προχωρούμε στο σχολιασμό της πρόσφατης απόφασης της Ολομέλειας.
Η πλειοψηφία επανέλαβε, με αναφορά σε σωρεία αποφάσεων του ΕΔΑΔ, ότι «το δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν επεκτείνεται σε μισθό συγκεκριμένου ύψους και, κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται η διαφοροποίηση, υπό προϋποθέσεις, στο ύψος του μισθού σε συνθήκες κρίσιμες για την οικονομία, νοουμένου ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η αξιοπρεπής διαβίωση του μισθωτού». Με τον ίδιο συλλογισμό κατέληξαν περαιτέρω ότι, ναι μεν η καταβολή σύνταξης αποτελεί αναγνωρισμένο ιδιοκτησιακό δικαίωμα εντούτοις το άρθρο 23 του Συντάγματος δεν προστατεύει το δικαίωμα σε σύνταξη συγκεκριμένου ύψους. Η διαφοροποίηση στην υπόθεση Κουτσελίνη, στην οποία γίνεται αναφορά, εγκείτο στην αναστολή καταβολής σύνταξης η οποία ουσιαστικά ισοδυναμούσε με μόνιμη αποστέρηση ή περιορισμό του ιδιοκτησιακού δικαιώματος των εκεί Αιτητών, που δεν δύναται να δικαιολογηθεί από το άρθρο 23.3 του Συντάγματος.
Η πλειοψηφία της Ολομέλειας, επικαλούμενη την απόφαση Χαραλάμπους, από την οποία ως επισημαίνουν δεσμεύονται, επανέλαβε ότι και στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει οποιαδήποτε διαφοροποίηση αφού οι σοβαροί κίνδυνοι κατάρρευσης της οικονομίας και του χρηματοοικονομικού συστήματος εξακολουθούσαν να ελλοχεύουν και ως εκ τούτου υπήρχε το δικαιολογητικό υπόβαθρο για την λήψη, ή καλύτερα επέκταση των μέτρων που είχα ληφθεί το 2011, εφόσον βεβαίως δεν έθεταν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των επηρεαζόμενων. Καταλήγοντας, διαπιστώνουν πως οι αποκοπές που επιβλήθηκαν δεν επηρεάζουν τον πυρήνα των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων των επηρεαζόμενων αφού το ποσοστό της μείωσης δεν είναι τέτοιο που να επηρεάζει την αξιοπρεπή διαβίωση τους. Αναφορικά δε με τη μη παραχώρηση προσαυξήσεων και την μη καταβολή τιμαριθμικού επιδόματος σημειώνουν ότι αυτά δεν αποτελούν κατοχυρωμένα ιδιοκτησιακά δικαιώματα καθότι χορηγούνται υπό τις εκάστοτε καθοριζόμενες προϋποθέσεις και δεν εμπίπτουν στα πλαίσια της νόμιμης προσδοκία απόκτηση ενός αγαθού, περίπτωση η οποία, δύναται να αναγνωριστεί ως ιδιοκτησιακό δικαίωμα. Στη σημείο αυτό, δέον να ανατρέξουμε στην απόφαση Panfile v. Romania 1390/2011, από την οποία απορρέει πως, ενώ το κράτος δεν είναι επι της ουσίας υπόχρεο να διασφαλίσει συγκεκριμένο μισθό ή σύνταξη, εντούτοις κάθε περιορισμός μιας υφιστάμενης κατάστασης θα πρέπει να περιορίζεται και/ή πραγματώνεται μέσα από Συνταγματικές πρόνοιες.
Στο παρόν, θα ασχοληθούμε επίσης και με μία εκ των αποφάσεων της μειοψηφίας, δωθείσα από τους έντιμους Δικαστές Ναθαναήλ και Πούγιουρου, καθότι κατά την άποψη μας τίθενται μείζονα ζητήματα που, δεν απασχόλησαν ή δεν εξετάστηκαν από την πλειοψηφία. Αρχίζοντας από τον κατασταλτικό έλεγχο της Συνταγματικότητας των νόμων, ως καλά καθιερωμένη εξουσία του Ανώτατου Δικαστηρίου, από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και μετά την κατάργηση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, αυτό έγκειται στην εξέταση της συμβατότητας εν όλω ή εν μέρει συγκεκριμένου νομοθετήματος με τις πρόνοιες του Συντάγματος. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ήτοι όπου το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει την συνταγματικότητα ενός νομοθετήματος, έχει καθιερωθεί ότι δεν εξετάζεται η σοφία ή το κίνητρο του νομοθέτη, αλλά η πιθανή, άμεση ή έμμεση, επέμβαση σε ατομικά δικαιώματα ή ελευθερίες.
Ως έχει καταστεί σαφές, η κύρια επιχειρηματολογία της Δημοκρατίας προς υποστήριξη της συνταγματικότητας των νομοθετημάτων ήταν η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος. Η έννοια του δημοσίου συμφέροντος από την νομική επιστήμη χαρακτηρίζεται ως γενική και αόριστη και γι’ αυτό σε κάθε περίπτωση υπάρχει η αδήριτη ανάγκη εξειδίκευσης της, προκειμένου έτσι την εξέταση της κάτω από το μικροσκόπιο της Αρχής της Αναλογικότητας. Περαιτέρω, αναφέρεται ότι το ταμειακό ή δημοσιονομικό συμφέρον από μόνο του, δεν δύναται να δικαιολογήσει την επίκληση στο δημόσιο συμφέρον ιδίως όταν πλήττονται ατομικά δικαίωματα ή ελευθερίες των πολιτών. Καταλήγοντας, η μειοψηφία σημειώνει πως στα νομοθετήματα παρατηρείται πως καμία προσπάθεια δεν έγινε προκειμένου την εξειδίκευση της έννοιας του εννόμου συμφέροντος, και ουδεμία επίκληση γίνεται σε οποιοδήποτε άρθρο του Συντάγματος προκειμένου την αιτιολόγηση της θέσπισης των Νόμων ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Αυτό που ουσιαστικά τίθεται είναι ότι η νομοθετική εξουσία απέτυχε να παρέχει την αναγκαία αιτιολόγηση τη ψήφιση των συγκεκριμενών νομοθετημάτων, ήτοι τους λόγους που καθιστούσαν αναγκαία τη στέρηση ή περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων των επηρεαζόμενων ως κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα.
Ως προς την κατάληξη της πλειοψηφίας, η μειοψηφία αναφέρει ότι το άρθρο 23.3 του Συντάγματος προβλέπει εξαντλητικά τις περιπτώσεις όπου δύναται να περιοριστεί τέτοιο δικαίωμα. Τονίζει δε ότι «η θεωρία που αναπτύχθηκε ότι το Άρθρο 23 προστατεύει μόνο τον πυρήνα του δικαιώματος και, επομένως, όχι το ύψος του μισθού δεν είναι βάσιμο διότι η έννοια της δημόσιας ωφέλειας ως δικαιολογούσα την αποστέρηση μέρους του μισθού δεν ενυπάρχει στο Άρθρο 23. Η θεωρία περί του άθικτου του πυρήνα του δικαιώματος στο μισθό είναι ουσιωδώς αντιφατική με τις ίδιες τις πρόνοιες του Άρθρου 23, δεδομένου ότι αναγνώριση τέτοιας αρχής χωρίς την προηγούμενη τροποποίηση του Συντάγματος, προσθέτει λέξεις στο συγκεκριμένο Άρθρο και αποτελεί εύσχημο τρόπο παράκαμψης των προνοιών του.»
Κατά τη δική μας κρίση, η ερμηνεία της πλειοψηφίας, σε αντίθεση με τα όσα ορθά αναφέρονται στο πιο πάνω απόσπασμα, προκαλούν, και πιθανόν να προκαλέσουν μελλοντικά, προβλήματα που άπτονται της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Αυτό που ουσιαστικά έπραξε η πλειοψηφία με την ερμηνεία του άρθρου 23 και την κατάληξη της είναι η έμμεση «τροποποίηση» του Συντάγματος, εξουσία, κατ’ εξοχήν νομοθετική. Υπενθυμίζουμε ότι η απόφαση αυτή είναι δεσμευτική για παρόμοιες μελλοντικές περιπτώσεις, και έχοντας την ως νομικό υπόβαθρο, δεν αποκλείεται μελλοντικά παρόμοια αντιμετώπιση.
Περαιτέρω, στην απόφαση της η μειοψηφία προβαίνει σε ανάλυση της έννοιας του «πυρήνα» του δικαιώματος, κάτι το οποίο δεν απασχόλησε την πλειοψηφία, η οποία εν πάση περιπτώσει την επικαλείται προκειμένου την αιτιολόγηση της απόφασης της. Ως αναφέρεται στην απόφαση, «Πυρήνας» θεωρείται, κατά μια έννοια, αυτό τούτο το προστατευόμενο δικαίωμα έχοντας δύο μέρη: την περιοχή κτήσης του πυρήνα (το καθαυτό δικαίωμα) και την περιοχή άσκησης του. Μαζί αποτελούν τη δομή του δικαιώματος…. Σύμφωνα με τη σχετική θεωρία, το ουσιαστικό περιεχόμενο, ο πυρήνας πρέπει να προσδιορίζεται όχι μόνο για κάθε θεμελιώδες δικαίωμα, αλλά και για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Στη βάση της απόλυτης θεώρησης, ο πυρήνας γίνεται αντιληπτός ως ένα σταθερό μέγεθος ανεξάρτητο από κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς αφορά το ελάχιστο περιεχόμενο του. Στη λειτουργική έννοια, ο πυρήνας προσδιορίζεται αρνητικά, βασιζόμενη στην αντίληψη ότι σε κάθε δικαίωμα περιέχεται ένας σκληρός πυρήνας επί του οποίου δεν χωρεί οποιοσδήποτε περιορισμός χωρίς ταυτόχρονη κατάργηση του. Υπάρχει και η προσέγγιση του καθηγητή Δημητροπούλου κατά την οποία πυρήνας είναι αυτή η ίδια η κτήση του δικαιώματος, εφόσον χωρίς την κτήση δεν υπάρχει καν το δικαίωμα.
Το άρθρο 23 ουδόλως μνημονεύει την έννοια του πυρήνα. Αντιθέτως, το ιδιοκτησιακό δικαίωμα προστατεύεται απόλυτα από το άρθρο 23, με μόνες εξαιρέσεις τους περιορισμούς που τίθενται στο εδάφιο 3, δεν περιλαμβάνεται το δημόσιο συμφέρον, όπου και πάλι προνοείται η καταβολή εύλογης αποζημιώσεις. Καθίσταται εμφανές, ότι τα επίδικα νομοθετήματα ουδεμία αποζημίωση προσφέρουν, τουναντίον μοναδικό σκοπό είχαν την μόνιμη αποστέρηση των αποκοπών από του επηρεαζόμενους αφού καμία πρόβλεψη δεν γινόταν για πιθανή μελλοντική, σταδιακή επιστροφή τους υπό μορφή αποζημίωσης. Κατά συνέπεια, καταλήγουν ότι υπό το αυστηρό λεκτικό που χρησιμοποιεί το Άρθρο 23, το προστατευόμενο αγαθό της ιδιοκτησίας είναι καθολικό, τόσο ως προς την κτήση του, όσο και ως προς την έκταση και πεδίο εφαρμογής του. Δεν μπορεί βάσιμα να διαχωριστεί ο λεγόμενος πυρήνας από το ίδιο το αγαθό ως καθολικό δικαίωμα.
Αναφορικά δε με τη μη παραχώρηση προσαυξήσεων και την μη καταβολή τιμαριθμικού επιδόματος, η μειοψηφία συμφωνεί εν μέρει με το συλλογισμό της πλειοψηφίας, και δη ότι τα πιο πάνω παραχωρούνται ή καταβάλλονται αντιστοίχως, εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, εντούτοις τονίζουν ότι δεν παύουν να αποτελούν μέρος των μισθών των επηρεαζόμενων, ως ρητά καθορίζεται στο άρθρο 55(1) το περί Δημόσια Υπηρεσίας Ν. 1/90, και ως τέτοια προστατεύονται κατά απόλυτο τρόπο, όπως και οι μισθοί. Συνεπώς, η μόνιμη αποστέρηση τους χωρίς την πρόβλεψη παροχής εύλογης αποζημίωσης κρίνεται αντισυνταγματική.